- μετάρρυσις
- μετάρρυσιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετάρρυσις — μετάρρυσις, ἡ (ΑΜ) μετάρροια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ρρυσις(< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. κατά ρρυσις, υπό ρρυσις] … Dictionary of Greek
μεταρρύσει — μετάρρυσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) μεταρρύσεϊ , μετάρρυσις fem dat sg (epic) μετάρρυσις fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρρύσεις — μετάρρυσις fem nom/voc pl (attic epic) μετάρρυσις fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάρρυσιν — μετάρρυσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρρύσεως — μεταρρύσεω̆ς , μετάρρυσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)